Translation meaning & definition of the word "oblivion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανθρωπισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oblivion
[Αποφρακτικότητα]/əblɪviən/
noun
1. The state of being disregarded or forgotten
- synonym:
- oblivion ,
- limbo
1. Η κατάσταση της αδιαφορίας ή της παραβίασης
- συνώνυμο:
- λήθη ,
- λίμπι
2. Total forgetfulness
- "He sought the great oblivion of sleep"
- synonym:
- obliviousness ,
- oblivion
2. Απόλυτη λήθη
- "Αναζήτησε τη μεγάλη λήθη του ύπνου"
- συνώνυμο:
- αγνότητα ,
- λήθη