Translation meaning & definition of the word "obliquely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αληθινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obliquely
[Λοξότμητα]/əblikli/
adverb
1. To, toward or at one side
- "Darting eyes looking sidelong out of a wizened face"
- synonym:
- sidelong ,
- sideways ,
- obliquely
1. Προς, προς ή από τη μία πλευρά
- "Βλέποντας τα μάτια που φαίνονται παρακμιακά από ένα εξασθενημένο πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- πλάγια ,
- λοξά
2. At an oblique angle
- "The sun shone aslant into his face"
- synonym:
- obliquely ,
- aslant ,
- athwart
2. Σε πλάγια γωνία
- "Ο ήλιος έλαμψε στο πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- λοξά ,
- αναβάτησ ,
- αθβάρ