Translation meaning & definition of the word "objectively" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντικειμενικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Objectively
[Αντικειμενικά]/ɑbʤɛktɪvli/
adverb
1. With objectivity
- "We must look at the facts objectively"
- synonym:
- objectively
1. Με αντικειμενικότητα
- "Πρέπει να εξετάσουμε τα γεγονότα αντικειμενικά"
- συνώνυμο:
- αντικειμενικά