Translation meaning & definition of the word "objective" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στόχος" στην ελληνική γλώσσα
Objective
[Στόχος]noun
1. The goal intended to be attained (and which is believed to be attainable)
- "The sole object of her trip was to see her children"
- synonym:
- aim ,
- object ,
- objective ,
- target
1. Ο στόχος που προορίζεται να επιτευχθεί (και πιστεύεται ότι είναι εφικτός)
- "Το μόνο αντικείμενο του ταξιδιού της ήταν να δει τα παιδιά της"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- αντικείμενο
2. The lens or system of lenses in a telescope or microscope that is nearest the object being viewed
- synonym:
- objective ,
- objective lens ,
- object lens ,
- object glass
2. Ο φακός ή το σύστημα των φακών σε ένα τηλεσκόπιο ή μικροσκόπιο που είναι πλησιέστερο στο αντικείμενο που προβάλλεται
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- αντικειμενικός φακός ,
- φακός αντικειμένου ,
- αντικείμενο γυαλί
adjective
1. Undistorted by emotion or personal bias
- Based on observable phenomena
- "An objective appraisal"
- "Objective evidence"
- synonym:
- objective ,
- nonsubjective
1. Ανόθευτο από το συναίσθημα ή την προσωπική προκατάληψη
- Βασισμένο σε παρατηρήσιμα φαινόμενα
- "Αντικειμενική εκτίμηση"
- "Αντικειμενικά στοιχεία"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- μη επιθετικός
2. Serving as or indicating the object of a verb or of certain prepositions and used for certain other purposes
- "Objective case"
- "Accusative endings"
- synonym:
- objective ,
- accusative
2. Χρησιμεύει ως ή υποδεικνύει το αντικείμενο ενός ρήματος ή ορισμένων προθέσεων και χρησιμοποιείται για ορισμένους άλλους σκοπούς
- "Αντικειμενική περίπτωση"
- "Συναρπαστικές καταλήξεις"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- κατηγορητικόσ
3. Emphasizing or expressing things as perceived without distortion of personal feelings, insertion of fictional matter, or interpretation
- "Objective art"
- synonym:
- objective ,
- documentary
3. Τονίζοντας ή εκφράζοντας τα πράγματα όπως γίνονται αντιληπτά χωρίς διαστρέβλωση των προσωπικών συναισθημάτων, εισαγωγή φανταστικής
- "Αντικειμενική τέχνη"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- ντοκιμαντέρ
4. Belonging to immediate experience of actual things or events
- "Objective benefits"
- "An objective example"
- "There is no objective evidence of anything of the kind"
- synonym:
- objective
4. Ανήκουν στην άμεση εμπειρία πραγματικών πραγμάτων ή γεγονότων
- "Αντικειμενικά οφέλη"
- "Αντικειμενικό παράδειγμα"
- "Δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποδείξεις για τίποτα τέτοιο"
- συνώνυμο:
- στόχος