Translation meaning & definition of the word "objectionable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απορριπτέα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Objectionable
[Αντίρρητοσ]/əbʤɛkʃənəbəl/
adjective
1. Causing disapproval or protest
- "A vulgar and objectionable person"
- synonym:
- objectionable ,
- obnoxious
1. Προκαλώντας αποδοκιμασία ή διαμαρτυρία
- "Χυδαίο και απαράδεκτο άτομο"
- συνώνυμο:
- απαράδεκτοσ ,
- απεχθής
2. Liable to objection or debate
- Used of something one might take exception to
- "A thoroughly unpleasant highly exceptionable piece of writing"
- "Found the politician's views objectionable"
- synonym:
- exceptionable ,
- objectionable
2. Υπόλογη αντίρρηση ή συζήτηση
- Χρησιμοποιώντας κάτι που μπορεί να εξαιρεθεί
- "Ένα εντελώς δυσάρεστο εξαιρετικά εξαιρετικό κομμάτι της γραφής"
- "Βρήκαν τις απόψεις του πολιτικού ανάρμοστες"
- συνώνυμο:
- εξαιρετικός ,
- απαράδεκτοσ