Examples of using
Later, the readers get to know that Den is a cyborg that has refused to obey the orders of his master.
Αργότερα, οι αναγνώστες γνωρίζουν ότι ο Den είναι ένα cyborg που αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του κυρίου του.
You have to obey the law.
Πρέπει να υπακούς στο νόμο.
When the captain commands, the crew must obey.
Όταν ο καπετάνιος διατάζει, το πλήρωμα πρέπει να υπακούσει.
I promised to obey him.
Υποσχέθηκα να τον υπακούσω.
I must obey Tom.
Πρέπει να υπακούσω τον Τομ.
Those who enforce the law must obey the law.
Όσοι επιβάλλουν το νόμο πρέπει να υπακούουν στο νόμο.
People have to obey the rules.
Οι άνθρωποι πρέπει να υπακούουν στους κανόνες.
It's our duty to always obey the law.
Είναι καθήκον μας να υπακούμε πάντα στο νόμο.
The student refused to obey his teacher.
Ο μαθητής αρνήθηκε να υπακούσει στον δάσκαλό του.
I can't do anything but obey him.
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να τον υπακούω.
Children should obey their parents.
Τα παιδιά πρέπει να υπακούν στους γονείς τους.
To obey the law is everyone's duty.
Το να υπακούς στο νόμο είναι καθήκον όλων.
We should obey the law.
Θα πρέπει να υπακούμε στο νόμο.
You must obey the traffic rules.
Πρέπει να υπακούς στους κανόνες οδικής κυκλοφορίας.
Before you give orders, you must learn to obey.
Πριν δώσεις εντολές, πρέπει να μάθεις να υπακούς.
There was nothing for it but to obey.
Δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά να υπακούσει.
Although I broke test tubes and played about with chemicals for fun, I did occasionally manage to obey the teacher's instructions as well; repeating experiments that others had long ago undertaken.
Αν και έσπασα δοκιμαστικούς σωλήνες και έπαιξα με χημικά για διασκέδαση, κατάφερα περιστασιακά να υπακούσω και στις οδηγίες του δασκάλο επαναλαμβάνοντας πειράματα που είχαν κάνει άλλοι εδώ και πολύ καιρό.
We ought to obey the law.
Πρέπει να υπακούμε στο νόμο.