Translation meaning & definition of the word "oat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oat
[Βρώμη]/oʊt/
noun
1. Annual grass of europe and north africa
- Grains used as food and fodder (referred to primarily in the plural: `oats')
- synonym:
- oat
1. Ετήσιο χορτάρι της ευρώπης και της βόρειας αφρικής
- Σπόροι που χρησιμοποιούνται ως τρόφιμα και ζωοτροφές (αναφέρονται κυρίως στον πληθυντικό: `άτσι)
- συνώνυμο:
- βρώμη
2. Seed of the annual grass avena sativa (spoken of primarily in the plural as `oats')
- synonym:
- oat
2. Σπόρος του ετήσιου γρασιδιού σατίβα αβένα (που ομιλείται κυρίως στον πληθυντικό ως `άτσι)
- συνώνυμο:
- βρώμη