Translation meaning & definition of the word "oar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αργά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oar
[Κουρεύω]/ɔr/
noun
1. An implement used to propel or steer a boat
- synonym:
- oar
1. Ένα υλικό που χρησιμοποιείται για την προώθηση ή την καθοδήγηση σκάφους
- συνώνυμο:
- κουρ