Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "nutmeg" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυτόμεγκ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Nutmeg

[Μοσχοκάρυδο]
/nətmɛg/

noun

1. East indian tree widely cultivated in the tropics for its aromatic seed

  • Source of two spices: nutmeg and mace
    synonym:
  • nutmeg
  • ,
  • nutmeg tree
  • ,
  • Myristica fragrans

1. Το δέντρο της ανατολικής ινδίας καλλιεργείται ευρέως στις τροπικές περιοχές για τον αρωματικό του σπόρο

  • Πηγή δύο μπαχαρικών: μοσχοκάρυδο και λάσπη
    συνώνυμο:
  • μοσχοκάρυδο
  • ,
  • δέντρο μοσχοκάρυδο
  • ,
  • Φραγάνια μυριστικής

2. Hard aromatic seed of the nutmeg tree used as spice when grated or ground

    synonym:
  • nutmeg

2. Σκληρός αρωματικός σπόρος του δέντρου μοσχοκάρυδου που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό όταν τριμμένος ή αλεσμένος

    συνώνυμο:
  • μοσχοκάρυδο