Translation meaning & definition of the word "nut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρύδι" στην ελληνική γλώσσα
Nut
[Καρύδι]noun
1. Usually large hard-shelled seed
- synonym:
- nut
1. Συνήθως μεγάλοι σκληροί σπόροι
- συνώνυμο:
- καρύδι
2. Egyptian goddess of the sky
- synonym:
- Nut
2. Αιγυπτιακή θεά του ουρανού
- συνώνυμο:
- Καρύδι
3. A small (usually square or hexagonal) metal block with internal screw thread to be fitted onto a bolt
- synonym:
- nut
3. Ένα μικρό (συνήθως τετράγωνο ή εξαγωνικό) μεταλλικό μπλοκ με εσωτερικό νήμα βιδών για να τοποθετηθεί επάνω σε ένα μπουλόνι
- συνώνυμο:
- καρύδι
4. Half the width of an em
- synonym:
- en ,
- nut
4. Το μισό πλάτος ενός εμ
- συνώνυμο:
- εν ,
- καρύδι
5. A whimsically eccentric person
- synonym:
- crackpot ,
- crank ,
- nut ,
- nut case ,
- fruitcake ,
- screwball
5. Ένα παράξενο εκκεντρικό άτομο
- συνώνυμο:
- παλιοκόπτησ ,
- στρόφαλοσ ,
- καρύδι ,
- θήκη καρυδιού ,
- φρούτων ,
- βίδα
6. Someone who is so ardently devoted to something that it resembles an addiction
- "A golf addict"
- "A car nut"
- "A bodybuilding freak"
- "A news junkie"
- synonym:
- addict ,
- nut ,
- freak ,
- junkie ,
- junky
6. Κάποιος που είναι τόσο ένθερμα αφοσιωμένος σε κάτι που μοιάζει με εθισμό
- "Εθισμένος στο γκολφ"
- "Ένα καρύδι αυτοκινήτου"
- "Ένα φρικιό τέχνασμα του σώματος"
- "Ένας ειδησεογραφικός παίκτης"
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενοσ ,
- καρύδι ,
- φρέικ ,
- τζανκυ ,
- τζούνκι
7. One of the two male reproductive glands that produce spermatozoa and secrete androgens
- "She kicked him in the balls and got away"
- synonym:
- testis ,
- testicle ,
- orchis ,
- ball ,
- ballock ,
- bollock ,
- nut ,
- egg
7. Ένας από τους δύο αρσενικούς αναπαραγωγικούς αδένες που παράγουν σπερματοζωάρια και εκκρίνουν ανδρογόνα
- "Τον κλώτσησε στις μπάλες και έφυγε"
- συνώνυμο:
- όρχι ,
- όρχεων ,
- ορχιδέα ,
- μπάλα ,
- μπάλοκ ,
- μπολόκ ,
- καρύδι ,
- αυγό
verb
1. Gather nuts
- synonym:
- nut
1. Συγκεντρώνω καρύδια
- συνώνυμο:
- καρύδι