Translation meaning & definition of the word "nursery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νηπιαγωγείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nursery
[Νηπιαγωγείο]/nərsəri/
noun
1. A child's room for a baby
- synonym:
- nursery ,
- baby's room
1. Παιδικό δωμάτιο για ένα μωρό
- συνώνυμο:
- νηπιαγωγείο ,
- το δωμάτιο του μωρού
2. A building with glass walls and roof
- For the cultivation and exhibition of plants under controlled conditions
- synonym:
- greenhouse ,
- nursery ,
- glasshouse
2. Ένα κτίριο με γυάλινους τοίχους και στέγη
- Για την καλλιέργεια και έκθεση φυτών υπό ελεγχόμενες συνθήκες
- συνώνυμο:
- θερμοκήπιο ,
- νηπιαγωγείο ,
- υαλοκαθαριστήριο
Examples of using
The nursery toilet door was shut.
Η πόρτα τουαλέτας του νηπιαγωγείου ήταν κλειστή.