Translation meaning & definition of the word "nun" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nun
[Νουν]/nən/
noun
1. A woman religious
- synonym:
- nun
1. Μια γυναίκα θρησκευόμενη
- συνώνυμο:
- καλόγρια
2. A buoy resembling a cone
- synonym:
- conical buoy ,
- nun ,
- nun buoy
2. Ένα σημαδάκι που μοιάζει με κώνο
- συνώνυμο:
- κωνικός σημαντήρας ,
- καλόγρια
3. The 14th letter of the hebrew alphabet
- synonym:
- nun
3. Το 14ο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου
- συνώνυμο:
- καλόγρια
Examples of using
Are you really a nun?
Είσαι πραγματικά μοναχή?
Are you really a nun?
Είσαι πραγματικά μοναχή?
Are you really a nun?
Είσαι πραγματικά μοναχή?