Translation meaning & definition of the word "numerology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριθμολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Numerology
[Αριθμολογία]/numərɑləʤi/
noun
1. The study of the supposed occult influence of numbers on human affairs
- synonym:
- numerology
1. Η μελέτη της υποτιθέμενης απόκρυφης επιρροής των αριθμών στις ανθρώπινες υποθέσεις
- συνώνυμο:
- αριθμολογία