Translation meaning & definition of the word "numeral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριθμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Numeral
[Αριθμητικόσ]/numərəl/
noun
1. A symbol used to represent a number
- "He learned to write the numerals before he went to school"
- synonym:
- numeral ,
- number
1. Ένα σύμβολο που χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύει έναν αριθμό
- "Μαθαίνει να γράφει τους αριθμούς πριν πάει στο σχολείο"
- συνώνυμο:
- αριθμητικόσ ,
- αριθμός
adjective
1. Of or relating to or denoting numbers
- "A numeral adjective"
- synonym:
- numeral ,
- numerical ,
- numeric
1. Από ή σχετικά με ή υποδηλώνοντας αριθμούς
- "Ένα αριθμητικό επίθετο"
- συνώνυμο:
- αριθμητικόσ ,
- αριθμητικός ,
- αριθμητική