Translation meaning & definition of the word "nugget" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυάγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nugget
[Κουνάβι]/nəgɪt/
noun
1. A solid lump of a precious metal (especially gold) as found in the earth
- synonym:
- nugget
1. Ένα στερεό κομμάτι από ένα πολύτιμο μέταλλο (ειδικά χρυσό) όπως βρίσκεται στη γη
- συνώνυμο:
- νουγκέρ