Translation meaning & definition of the word "nudist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυμνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nudist
[Γυμνιστήσ]/nudɪst/
noun
1. A person who practices nudity for reasons of health or religion
- synonym:
- nudist ,
- naturist
1. Ένα άτομο που ασκεί γυμνό για λόγους υγείας ή θρησκείας
- συνώνυμο:
- γυμνιστής ,
- γυμνιστήσ
Examples of using
There are many nudist beaches in East Germany.
Υπάρχουν πολλές παραλίες γυμνιστών στην Ανατολική Γερμανία.
Tom and Mary went to a nudist club.
Ο Τομ και η Μαίρη πήγαν σε ένα κλαμπ γυμνιστών.