Translation meaning & definition of the word "noxious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τοξικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Noxious
[Επιφυλακτικόσ]/nɑkʃəs/
adjective
1. Injurious to physical or mental health
- "Noxious chemical wastes"
- "Noxious ideas"
- synonym:
- noxious
1. Επιβλαβής για τη σωματική ή ψυχική υγεία
- "Τοξικά χημικά απόβλητα"
- "Τοξικές ιδέες"
- συνώνυμο:
- επιφυλακτικόσ