Translation meaning & definition of the word "novice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καινοτομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Novice
[Νόβιτσε]/nɑvəs/
noun
1. Someone who has entered a religious order but has not taken final vows
- synonym:
- novitiate ,
- novice
1. Κάποιος που έχει εισέλθει σε μια θρησκευτική τάξη, αλλά δεν έχει λάβει τελικούς όρκους
- συνώνυμο:
- αριστερόσ ,
- αρχάριος
2. Someone new to a field or activity
- synonym:
- novice ,
- beginner ,
- tyro ,
- tiro ,
- initiate
2. Κάποιος νέος σε ένα πεδίο ή μια δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- αρχάριος ,
- τυρο ,
- τίρο ,
- ξεκινώ