Translation meaning & definition of the word "novelty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχοντιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Novelty
[Νεότεροσ]/nɑvəlti/
noun
1. Originality by virtue of being refreshingly novel
- synonym:
- freshness ,
- novelty
1. Πρωτοτυπία λόγω του να είσαι αναζωογονητικά καινοτόμος
- συνώνυμο:
- φρεσκάδα ,
- καινοτομία
2. Originality by virtue of being new and surprising
- synonym:
- novelty ,
- freshness
2. Πρωτοτυπία λόγω του να είναι κανείς νέος και εκπληκτικός
- συνώνυμο:
- καινοτομία ,
- φρεσκάδα
3. A small inexpensive mass-produced article
- synonym:
- knickknack ,
- novelty
3. Ένα μικρό φθηνό άρθρο μαζικής παραγωγής
- συνώνυμο:
- παραπατώ ,
- καινοτομία
4. Cheap showy jewelry or ornament on clothing
- synonym:
- bangle ,
- bauble ,
- gaud ,
- gewgaw ,
- novelty ,
- fallal ,
- trinket
4. Φτηνά επιδεικτικά κοσμήματα ή στολίδι στα ρούχα
- συνώνυμο:
- βραχιόλι ,
- πουλί ,
- είδοσ παπαγάλου ,
- γκεουγκάβ ,
- καινοτομία ,
- παραφυλακτικόσ ,
- μπρίνκετ