Translation meaning & definition of the word "novelist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυθιστοριογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Novelist
[Μυθιστοριογράφοσ]/nɑvələst/
noun
1. One who writes novels
- synonym:
- novelist
1. Αυτός που γράφει μυθιστορήματα
- συνώνυμο:
- μυθιστοριογράφοσ
Examples of using
My friend's father is a famous novelist.
Ο πατέρας του φίλου μου είναι διάσημος μυθιστοριογράφος.
He is a critic rather than a novelist.
Είναι κριτικός και όχι μυθιστοριογράφος.
He is not so much a poet as a novelist.
Δεν είναι τόσο ποιητής όσο ένας μυθιστοριογράφος.