Translation meaning & definition of the word "nous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μους" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nous
[Νουσ]/nus/
noun
1. Common sense
- "She has great social nous"
- synonym:
- nous
1. Κοινή λογική
- "Έχει μεγάλο κοινωνικό νου"
- συνώνυμο:
- νου
2. That which is responsible for one's thoughts and feelings
- The seat of the faculty of reason
- "His mind wandered"
- "I couldn't get his words out of my head"
- synonym:
- mind ,
- head ,
- brain ,
- psyche ,
- nous
2. Αυτό που είναι υπεύθυνο για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του
- Η έδρα της σχολής της λογικής
- "Το μυαλό του περιπλανήθηκε"
- "Δεν μπορούσα να βγάλω τα λόγια του από το μυαλό μου"
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- κεφαλή ,
- εγκέφαλος ,
- ψυχή ,
- νου