Translation meaning & definition of the word "noun" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουσιαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Noun
[Νουν]/naʊn/
noun
1. A content word that can be used to refer to a person, place, thing, quality, or action
- synonym:
- noun
1. Μια λέξη περιεχομένου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφέρεται σε ένα άτομο, τόπο, πράγμα, ποιότητα ή δράση
- συνώνυμο:
- νουν
2. The word class that can serve as the subject or object of a verb, the object of a preposition, or in apposition
- synonym:
- noun
2. Η κατηγορία λέξεων που μπορεί να χρησιμεύσει ως το θέμα ή το αντικείμενο ενός ρήματος, το αντικείμενο μιας πρότασης ή σε εφαρμογή
- συνώνυμο:
- νουν
Examples of using
"Happiness" is not a countable noun. It would make no sense to have 100 happinesses.
"Η "ευτυχία" δεν είναι ένα αξιόλογο ουσιαστικό. Δεν έχει νόημα να έχουμε 100 ευτυχίες.
"Happiness" is not a countable noun. It would make no sense to have 18 happinesses.
"Η "ευτυχία" δεν είναι ένα αξιόλογο ουσιαστικό. Δεν έχει νόημα να έχουμε 18 ευτυχίες.