Translation meaning & definition of the word "notion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Notion
[Έννοια]/noʊʃən/
noun
1. A vague idea in which some confidence is placed
- "His impression of her was favorable"
- "What are your feelings about the crisis?"
- "It strengthened my belief in his sincerity"
- "I had a feeling that she was lying"
- synonym:
- impression ,
- feeling ,
- belief ,
- notion ,
- opinion
1. Μια ασαφής ιδέα στην οποία τοποθετείται κάποια εμπιστοσύνη
- "Η εντύπωσή της ήταν ευνοϊκή"
- "Ποια είναι τα συναισθήματά σας για την κρίση?"
- "Ενίσχυσε την πίστη μου στην ειλικρίνειά του"
- "Είχα την αίσθηση ότι έλεγε ψέματα"
- συνώνυμο:
- εντύπωση ,
- αίσθηση ,
- πίστη ,
- έννοια ,
- γνώμη
2. A general inclusive concept
- synonym:
- notion
2. Μια γενική έννοια χωρίς αποκλεισμούς
- συνώνυμο:
- έννοια
3. An odd or fanciful or capricious idea
- "The theatrical notion of disguise is associated with disaster in his stories"
- "He had a whimsy about flying to the moon"
- "Whimsy can be humorous to someone with time to enjoy it"
- synonym:
- notion ,
- whim ,
- whimsy ,
- whimsey
3. Μια περίεργη ή φανταστική ή ιδιότροπη ιδέα
- "Η θεατρική έννοια της μεταμφίεσης συνδέεται με την καταστροφή στις ιστορίες του"
- "Είχε μια ιδιοτροπία να πετάει στο φεγγάρι"
- "Η χιουμοριστική μπορεί να είναι χιουμοριστική σε κάποιον με χρόνο για να την απολαύσετε"
- συνώνυμο:
- έννοια ,
- κλαψουρίζω ,
- ανατριχιαστικός ,
- παραπονιέσ
4. (usually plural) small personal articles or clothing or sewing items
- "Buttons and needles are notions"
- synonym:
- notion
4. (συνήθως πληθυντικός) μικρά προσωπικά είδη ή είδη ένδυσης ή ράψιμο
- "Τα κουμπιά και οι βελόνες είναι έννοιες"
- συνώνυμο:
- έννοια