Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "notice" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβολισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Notice

[Ειδοποίηση]
/noʊtəs/

noun

1. An announcement containing information about an event

  • "You didn't give me enough notice"
  • "An obituary notice"
  • "A notice of sale
    synonym:
  • notice

1. Ανακοίνωση που περιέχει πληροφορίες για ένα γεγονός

  • "Δεν μου έδωσες αρκετή ειδοποίηση"
  • "Μια ειδοποίηση νεκρολογίας"
  • "Ανακοίνωση πώλησης
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση

2. The act of noticing or paying attention

  • "He escaped the notice of the police"
    synonym:
  • notice
  • ,
  • observation
  • ,
  • observance

2. Η πράξη της παρατήρησης ή της προσοχής

  • "Ξεφύγει από την ειδοποίηση της αστυνομίας"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση
  • ,
  • παρατήρηση
  • ,
  • τήρηση

3. A request for payment

  • "The notification stated the grace period and the penalties for defaulting"
    synonym:
  • notification
  • ,
  • notice

3. Αίτηση πληρωμής

  • "Η κοινοποίηση ανέφερε την περίοδο χάριτος και τις κυρώσεις για την προεπιλογή"
    συνώνυμο:
  • κοινοποίηση
  • ,
  • ειδοποίηση

4. Advance notification (usually written) of the intention to withdraw from an arrangement of contract

  • "We received a notice to vacate the premises"
  • "He gave notice two months before he moved"
    synonym:
  • notice

4. Προκαταβολική κοινοποίηση (συνήθως γραμμένη) της πρόθεσης να αποσυρθεί από μια ρύθμιση της σύμβασης

  • "Λάβαμε μια ειδοποίηση για να εγκαταλείψουμε τις εγκαταστάσεις"
  • "Έδωσε ειδοποίηση δύο μήνες πριν μετακομίσει"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση

5. A sign posted in a public place as an advertisement

  • "A poster advertised the coming attractions"
    synonym:
  • poster
  • ,
  • posting
  • ,
  • placard
  • ,
  • notice
  • ,
  • bill
  • ,
  • card

5. Ένα σημάδι που δημοσιεύτηκε σε δημόσιο χώρο ως διαφήμιση

  • "Μια αφίσα διαφήμισε τα επερχόμενα αξιοθέατα"
    συνώνυμο:
  • αφίσα
  • ,
  • δημοσίευση
  • ,
  • πλακάτ
  • ,
  • ειδοποίηση
  • ,
  • λογαριασμός
  • ,
  • κάρτα

6. Polite or favorable attention

  • "His hard work soon attracted the teacher's notice"
    synonym:
  • notice

6. Ευγενική ή ευνοϊκή προσοχή

  • "Η σκληρή δουλειά του σύντομα προσέλκυσε την ειδοποίηση του δασκάλου"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση

7. A short critical review

  • "The play received good notices"
    synonym:
  • notice

7. Μια σύντομη κριτική ανασκόπηση

  • "Το παιχνίδι έλαβε καλές ειδοποιήσεις"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση

verb

1. Discover or determine the existence, presence, or fact of

  • "She detected high levels of lead in her drinking water"
  • "We found traces of lead in the paint"
    synonym:
  • detect
  • ,
  • observe
  • ,
  • find
  • ,
  • discover
  • ,
  • notice

1. Ανακαλύψτε ή καθορίστε την ύπαρξη, την παρουσία ή το γεγονός

  • "Εντόπισε υψηλά επίπεδα μολύβδου στο πόσιμο νερό της"
  • "Βρήκαμε ίχνη μολύβδου στο χρώμα"
    συνώνυμο:
  • ανιχνεύω
  • ,
  • παρατηρώ
  • ,
  • βρίσκω
  • ,
  • ανακαλύπτω
  • ,
  • ειδοποίηση

2. Notice or perceive

  • "She noted that someone was following her"
  • "Mark my words"
    synonym:
  • notice
  • ,
  • mark
  • ,
  • note

2. Παρατηρήστε ή αντιληφθείτε

  • "Σημείωσε ότι κάποιος την ακολουθούσε"
  • "Σημειώστε τα λόγια μου"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση
  • ,
  • σηματοδοτώ
  • ,
  • σημείωση

3. Make or write a comment on

  • "He commented the paper of his colleague"
    synonym:
  • comment
  • ,
  • notice
  • ,
  • remark
  • ,
  • point out

3. Κάντε ή γράψτε ένα σχόλιο

  • "Σχόλησε το έγγραφο του συναδέλφου του"
    συνώνυμο:
  • σχόλιο
  • ,
  • ειδοποίηση
  • ,
  • παρατήρηση
  • ,
  • επισημαίνω

4. Express recognition of the presence or existence of, or acquaintance with

  • "He never acknowledges his colleagues when they run into him in the hallway"
  • "She acknowledged his complement with a smile"
  • "It is important to acknowledge the work of others in one's own writing"
    synonym:
  • notice
  • ,
  • acknowledge

4. Ρητή αναγνώριση της παρουσίας ή της ύπαρξης ή γνωριμίας με

  • "Ποτέ δεν αναγνωρίζει τους συναδέλφους του όταν τρέχουν σε αυτόν στο διάδρομο"
  • "Αναγνώρισε το συμπλήρωμά του με ένα χαμόγελο"
  • "Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το έργο των άλλων στη δική μας γραφή"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση
  • ,
  • αναγνωρίζω

Examples of using

I didn't notice anything suspicious.
Δεν παρατήρησα τίποτα ύποπτο.
Tom didn't even notice that Mary was flirting with him.
Ο Τομ δεν πρόσεξε καν ότι η Μαίρη φλερτάρει μαζί του.
Tom didn't notice that Mary was flirting with him.
Ο Τομ δεν πρόσεξε ότι η Μαίρη φλερτάρει μαζί του.