Translation meaning & definition of the word "noteworthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιοσημείωτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Noteworthy
[Αξιοσημείωτοσ]/noʊtwərði/
adjective
1. Worthy of notice
- "A noteworthy advance in cancer research"
- synonym:
- noteworthy ,
- notable
1. Αξίζει προειδοποίησης
- "Αξιοσημείωτη πρόοδος στην έρευνα για τον καρκίνο"
- συνώνυμο:
- αξιοσημείωτοσ
2. Worthy of notice
- "A noteworthy fact is that her students rarely complain"
- "A remarkable achievement"
- synonym:
- noteworthy ,
- remarkable
2. Αξίζει προειδοποίησης
- "Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μαθητές της σπάνια παραπονιούνται"
- "Αξιοσημείωτο επίτευγμα"
- συνώνυμο:
- αξιοσημείωτοσ ,
- αξιοσημείωτος