Translation meaning & definition of the word "notary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβολαιογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Notary
[Συμβολαιογράφοσ]/noʊtəri/
noun
1. Someone legally empowered to witness signatures and certify a document's validity and to take depositions
- synonym:
- notary ,
- notary public
1. Κάποιος νομικά εξουσιοδοτημένος να παρακολουθεί υπογραφές και να πιστοποιεί την εγκυρότητα ενός εγγράφου και να λαμβάνει καταθέσεις
- συνώνυμο:
- συμβολαιογράφοσ ,
- συμβολαιογράφο