Translation meaning & definition of the word "notable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιοσημείωτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Notable
[Αξιοσημείωτοσ]/noʊtəbəl/
noun
1. A celebrity who is an inspiration to others
- "He was host to a large gathering of luminaries"
- synonym:
- luminary ,
- leading light ,
- guiding light ,
- notable ,
- notability
1. Μια διασημότητα που αποτελεί έμπνευση για τους άλλους
- "Φιλοξένησε μια μεγάλη συγκέντρωση φωτιστικών"
- συνώνυμο:
- φωτιστικό ,
- πρωτοποριακό φως ,
- καθοδηγητικό φως ,
- αξιοσημείωτοσ ,
- αξιοσημείωτο
adjective
1. Worthy of notice
- "A noteworthy advance in cancer research"
- synonym:
- noteworthy ,
- notable
1. Αξίζει προειδοποίησης
- "Αξιοσημείωτη πρόοδος στην έρευνα για τον καρκίνο"
- συνώνυμο:
- αξιοσημείωτοσ
2. Widely known and esteemed
- "A famous actor"
- "A celebrated musician"
- "A famed scientist"
- "An illustrious judge"
- "A notable historian"
- "A renowned painter"
- synonym:
- celebrated ,
- famed ,
- far-famed ,
- famous ,
- illustrious ,
- notable ,
- noted ,
- renowned
2. Ευρέως γνωστό και εκτιμημένο
- "Ένας διάσημος ηθοποιός"
- "Ένας διάσημος μουσικός"
- "Ένας διάσημος επιστήμονας"
- "Ένας επιφανής δικαστής"
- "Αξιοσημείωτος ιστορικός"
- "Γνωστός ζωγράφος"
- συνώνυμο:
- γιορτάζεται ,
- φημισμένος ,
- αφηρημένοσ ,
- διάσημος ,
- επιφανής ,
- αξιοσημείωτοσ ,
- σημειώνω