Translation meaning & definition of the word "nosebleed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλασιασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nosebleed
[Ρινορραγία]/noʊzblid/
noun
1. Bleeding from the nose
- synonym:
- nosebleed ,
- epistaxis
1. Αιμορραγία από τη μύτη
- συνώνυμο:
- ρινορραγία ,
- επίσταξη