Translation meaning & definition of the word "northeastern" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βορειοανατολικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Northeastern
[Βορειοανατολικόσ]/nɔrθistərn/
adjective
1. Situated in or oriented toward the northeast
- "The northeasterly part of the island"
- synonym:
- northeastern ,
- northeasterly ,
- northeast
1. Βρίσκεται ή προσανατολίζεται προς τα βορειοανατολικά
- "Το βορειοανατολικό τμήμα του νησιού"
- συνώνυμο:
- βορειοανατολικόσ ,
- βορειοανατολικά
2. Of a region of the united states generally including the new england states
- New york
- And sometimes new jersey and pennsylvania
- synonym:
- northeastern
2. Μιας περιοχής των ηνωμένων πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων των κρατών της νέας αγγλίας
- Νέα υόρκη
- Και μερικές φορές νιου τζέρσεϊ και πενσυλβάνια
- συνώνυμο:
- βορειοανατολικόσ