Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "northeast" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βορειοανατολικά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Northeast

[Βορειοανατολικόσ]
/nɔrθist/

noun

1. The compass point midway between north and east

  • At 45 degrees
    synonym:
  • northeast
  • ,
  • nor'-east
  • ,
  • northeastward
  • ,
  • NE

1. Η πυξίδα δείχνει στο μέσο της πύλης μεταξύ βορρά και ανατολής

  • Στους 45 βαθμούς
    συνώνυμο:
  • βορειοανατολικόσ
  • ,
  • ούτε ανατολικά
  • ,
  • βορειοανατολικά
  • ,
  • ΒΑ

2. The northeastern region of the united states

    synonym:
  • Northeast
  • ,
  • northeastern United States

2. Βορειοανατολική περιοχή των ηνωμένων πολιτειών

    συνώνυμο:
  • Βορειοανατολικόσ
  • ,
  • βορειοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες

3. The direction corresponding to the northeastward compass point

    synonym:
  • northeast

3. Η κατεύθυνση που αντιστοιχεί στο σημείο βορειοανατολικής πυξίδας

    συνώνυμο:
  • βορειοανατολικόσ

4. A location in the northeastern part of a country, region, or city

    synonym:
  • northeast

4. Μια τοποθεσία στο βορειοανατολικό τμήμα μιας χώρας, περιοχής ή πόλης

    συνώνυμο:
  • βορειοανατολικόσ

adjective

1. Situated in or oriented toward the northeast

  • "The northeasterly part of the island"
    synonym:
  • northeastern
  • ,
  • northeasterly
  • ,
  • northeast

1. Βρίσκεται ή προσανατολίζεται προς τα βορειοανατολικά

  • "Το βορειοανατολικό τμήμα του νησιού"
    συνώνυμο:
  • βορειοανατολικόσ
  • ,
  • βορειοανατολικά

2. Coming from the northeast

  • "Northeasterly winds"
    synonym:
  • northeasterly
  • ,
  • northeast

2. Προερχόμενοι από τα βορειοανατολικά

  • "Νορτηγικοί άνεμοι"
    συνώνυμο:
  • βορειοανατολικά
  • ,
  • βορειοανατολικόσ

adverb

1. To, toward, or in the northeast

    synonym:
  • northeast
  • ,
  • north-east
  • ,
  • nor'-east

1. Προς, προς, ή βορειοανατολικά

    συνώνυμο:
  • βορειοανατολικόσ
  • ,
  • βορειοανατολικά
  • ,
  • ούτε ανατολικά