Translation meaning & definition of the word "normality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανονικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Normality
[Κανονικότητα]/nɔrmæləti/
noun
1. Being within certain limits that define the range of normal functioning
- synonym:
- normality ,
- normalcy
1. Να είναι εντός ορισμένων ορίων που καθορίζουν το εύρος της κανονικής λειτουργίας
- συνώνυμο:
- κανονικότητα
2. (of a solution) concentration expressed in gram equivalents of solute per liter
- synonym:
- normality ,
- N
2. ( μιας συγκέντρωσης διαλύματος) εκφρασμένη σε ισοδύναμα γραμματικών διαλυτού ανά λίτρο
- συνώνυμο:
- κανονικότητα ,
- Ν
3. Expectedness as a consequence of being usual or regular or common
- synonym:
- normality ,
- normalcy
3. Η αναμενόμενη ως συνέπεια του να είναι συνηθισμένη ή τακτική ή κοινή
- συνώνυμο:
- κανονικότητα
4. Conformity with the norm
- synonym:
- normality
4. Συμμόρφωση με τον κανόνα
- συνώνυμο:
- κανονικότητα