Translation meaning & definition of the word "norm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανόνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Norm
[Νορμ]/nɔrm/
noun
1. A standard or model or pattern regarded as typical
- "The current middle-class norm of two children per family"
- synonym:
- norm
1. Ένα πρότυπο ή ένα μοντέλο ή ένα μοτίβο που θεωρείται τυπικό
- "Ο σημερινός κανόνας της μεσαίας τάξης των δύο παιδιών ανά οικογένεια"
- συνώνυμο:
- κανόνασ
2. A statistic describing the location of a distribution
- "It set the norm for american homes"
- synonym:
- average ,
- norm
2. Μια στατιστική που περιγράφει τη θέση μιας διανομής
- "Θέσει τον κανόνα για τα αμερικανικά σπίτια"
- συνώνυμο:
- μέσος όρος ,
- κανόνασ