Translation meaning & definition of the word "nook" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεόφωνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nook
[Κουνούπι]/nʊk/
noun
1. A sheltered and secluded place
- synonym:
- nook
1. Ένα προστατευμένο και απομονωμένο μέρος
- συνώνυμο:
- νουκ
2. An interior angle formed by two meeting walls
- "A piano was in one corner of the room"
- synonym:
- corner ,
- nook
2. Μια εσωτερική γωνία που σχηματίζεται από δύο τοίχους συνάντησης
- "Ένα πιάνο ήταν σε μια γωνιά του δωματίου"
- συνώνυμο:
- γωνία ,
- νουκ