Translation meaning & definition of the word "nonstop" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "μητρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonstop
[Μη επανδρωμένο]/nɑnstɑp/
noun
1. A flight made without intermediate stops between source and destination
- "How many nonstops are there to dallas?"
- synonym:
- nonstop flight ,
- nonstop
1. Μια πτήση που πραγματοποιείται χωρίς ενδιάμεσες στάσεις μεταξύ πηγής και προορισμού
- "Πόσες πολλές μη στάσεις υπάρχουν στο ντάλας?"
- συνώνυμο:
- αστική πτήση ,
- ασταμάτητοσ
adjective
1. (of a journey especially a flight) occurring without stops
- "A nonstop flight to atlanta"
- synonym:
- nonstop
1. (ενός ταξιδιού ειδικά μιας πτήσης) που συμβαίνει χωρίς στάσεις
- "Μια απευθείας πτήση προς ατλάντα"
- συνώνυμο:
- ασταμάτητοσ
2. At all times
- "Around-the-clock nursing care"
- synonym:
- around-the-clock ,
- day-and-night ,
- nonstop ,
- round-the-clock
2. Ανά πάσα στιγμή
- "Περίπου νοσηλευτική φροντίδα"
- συνώνυμο:
- περίπου ,
- μέρα και νύχτα ,
- ασταμάτητοσ ,
- παραστρατημένος
adverb
1. Without stopping
- "We are flying nonstop form new york to tokyo"
- synonym:
- nonstop
1. Χωρίς σταμάτημα
- "Πετάμε ασταμάτητα από τη νέα υόρκη στο τόκιο"
- συνώνυμο:
- ασταμάτητοσ
Examples of using
This train runs nonstop to Nagoya.
Αυτό το τρένο τρέχει ασταμάτητα για Ναγκόγια.
Is there a nonstop flight to New York?
Υπάρχει απευθείας πτήση προς Νέα Υόρκη?