Translation meaning & definition of the word "nonstandard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη τυποποιημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonstandard
[Μη τυποποιημένοσ]/nɑnstændərd/
adjective
1. Not conforming to the language usage of a prestige group within a community
- "A nonstandard dialect is one used by uneducated speakers or socially disfavored groups"
- "The common core of nonstandard words and phrases in folk speech"- a.r.dunlap
- synonym:
- nonstandard
1. Δεν συμμορφώνεται με τη χρήση της γλώσσας μιας ομάδας κύρους μέσα σε μια κοινότητα
- "Μια μη τυποποιημένη διάλεκτος είναι αυτή που χρησιμοποιείται από μη εκπαιδευμένους ομιλητές ή κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες"
- "Ο κοινός πυρήνας των μη τυποποιημένων λέξεων και φράσεων στη λαϊκή ομιλία" - α.ς. ντάναπ
- συνώνυμο:
- μη τυποποιημένοσ
2. Varying from or not adhering to a standard
- "Nonstandard windows"
- "Envelopes of nonstandard sizes"
- "Nonstandard lengths of board"
- synonym:
- nonstandard
2. Διαφέρει από ή δεν τηρεί ένα πρότυπο
- "Μη τυποποιημένα παράθυρα"
- "Φάκελοι μη τυποποιημένων μεγεθών"
- "Μη τυποποιημένα μήκη πινάκων"
- συνώνυμο:
- μη τυποποιημένοσ
3. Not standard
- Not accepted as a model of excellence
- "A nonstandard text"
- synonym:
- nonstandard
3. Όχι πρότυπο
- Δεν γίνεται αποδεκτό ως μοντέλο αριστείας
- "Μη τυποποιημένο κείμενο"
- συνώνυμο:
- μη τυποποιημένοσ