Translation meaning & definition of the word "nonpayment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη πληρωμή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonpayment
[Μη πληρωμή]/nɑnpemənt/
noun
1. Act of failing to meet a financial obligation
- synonym:
- default ,
- nonpayment ,
- nonremittal
1. Πράξη αποτυχίας εκπλήρωσης οικονομικής υποχρέωσης
- συνώνυμο:
- προεπιλεγμένη ,
- μη πληρωμή ,
- μη αποφρακτική
2. Loss resulting from failure of a debt to be paid
- synonym:
- nonpayment ,
- default ,
- nonremittal
2. Απώλεια που προκύπτει από την αποτυχία ενός χρέους που πρέπει να καταβληθεί
- συνώνυμο:
- μη πληρωμή ,
- προεπιλεγμένη ,
- μη αποφρακτική
3. The deliberate act of failing to pay money
- "His evasion of all his creditors"
- "He was indicted for nonpayment"
- synonym:
- evasion ,
- nonpayment
3. Η σκόπιμη πράξη της αποτυχίας να πληρώσει χρήματα
- "Η φυγή όλων των πιστωτών του"
- "Κατηγορήθηκε για μη πληρωμή"
- συνώνυμο:
- φοροδιαφυγή ,
- μη πληρωμή