Translation meaning & definition of the word "nonnative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενοποιητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonnative
[Μη εγγενήσ]/nɑnetɪv/
adjective
1. Not being or composed of aborigines
- "The nonnative population of south africa"
- synonym:
- nonnative
1. Δεν είναι ή δεν αποτελείται από αυτόχθονες
- "Ο μη ιθαγενής πληθυσμός της νότιας αφρικής"
- συνώνυμο:
- μη εγγενήσ
2. Of persons born in another area or country than that lived in
- "Our large nonnative population"
- synonym:
- foreign-born ,
- nonnative
2. Από άτομα που γεννήθηκαν σε άλλη περιοχή ή χώρα από αυτή που ζούσαν
- "Ο μεγάλος μη ιθαγενής πληθυσμός μας"
- συνώνυμο:
- ξένη γεννήσεων ,
- μη εγγενήσ
3. Of plants or animals originating in a part of the world other than where they are growing
- synonym:
- nonnative
3. Των φυτών ή των ζώων που προέρχονται από ένα μέρος του κόσμου εκτός από το πού αναπτύσσονται
- συνώνυμο:
- μη εγγενήσ