Translation meaning & definition of the word "nonmilitary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη στρατιωτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonmilitary
[Μη στρατιωτικόσ]/nɑnmɪlətɛri/
adjective
1. Not associated with soldiers or the military
- "Unmilitary circles of government"
- "Fatigue duty involves nonmilitary labor"
- synonym:
- unmilitary ,
- nonmilitary
1. Δεν συνδέεται με στρατιώτες ή στρατιωτικούς
- "Στρατιωτικοί κύκλοι της κυβέρνησης"
- "Το καθήκον κόπωσης περιλαμβάνει μη στρατιωτική εργασία"
- συνώνυμο:
- αντιστρατιωτικόσ ,
- μη στρατιωτικόσ