Translation meaning & definition of the word "nonessential" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη απαραίτητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonessential
[Ανεπαρκής]/nɑnɪsɛnʃəl/
noun
1. Anything that is not essential
- "They discarded all their inessentials"
- synonym:
- inessential ,
- nonessential
1. Οτιδήποτε δεν είναι απαραίτητο
- "Απέρριψαν όλα τα αναποτελέσματά τους"
- συνώνυμο:
- ανεπαίσθητοσ ,
- μη απαραίτητοσ
adjective
1. Not of prime or central importance
- "Nonessential to the integral meanings of poetry"- pubs.mla
- synonym:
- incidental ,
- nonessential
1. Όχι πρωταρχικής ή κεντρικής σημασίας
- "Μη απαραίτητο για τις ακέραιες έννοιες της ποίησης"- παμπ.μλα
- συνώνυμο:
- τυχαίος ,
- μη απαραίτητοσ