Translation meaning & definition of the word "nonchalantly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεξέλεγκτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonchalantly
[Ανεπαίσθητα]/nɑnʃəlɑntli/
adverb
1. In a composed and unconcerned manner
- "Without more ado barker borrowed a knife from his brigade major and honed it on a carborundum stone as coolly as a butcher"
- synonym:
- coolly ,
- nervelessly ,
- nonchalantly
1. Με συνθετικό και αδιάφορο τρόπο
- "Χωρίς περισσότερα ο μπάρκερ δανείστηκε ένα μαχαίρι από την ταξιαρχία του και το τίμησε σε μια πέτρα καρβουνίου τόσο δροσερά όσο ένας χασάπης"
- συνώνυμο:
- δροσερά ,
- ανεπαίσθητα ,
- ανεπιθύμητα
2. In an unconcerned manner
- "Glanced casually at the headlines"
- synonym:
- casually ,
- nonchalantly
2. Με αδιάφορο τρόπο
- "Μεταδίδεται απευθείας στους τίτλους"
- συνώνυμο:
- ευχαρίστωσ ,
- ανεπιθύμητα