Translation meaning & definition of the word "nonchalant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεξέλεγκτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nonchalant
[Ανεπιθύμητοσ]/nɑnʃəlɑnt/
adjective
1. Marked by blithe unconcern
- "An ability to interest casual students"
- "Showed a casual disregard for cold weather"
- "An utterly insouciant financial policy"
- "An elegantly insouciant manner"
- "Drove his car with nonchalant abandon"
- "Was polite in a teasing nonchalant manner"
- synonym:
- casual ,
- insouciant ,
- nonchalant
1. Χαρακτηρίζεται από αδιάφορη αντίρρηση
- "Μια ικανότητα να ενδιαφέρει τους περιστασιακούς μαθητές"
- "Έδειξε μια περιστασιακή αδιαφορία για τον κρύο καιρό"
- "Μια εντελώς ανυπόστατη οικονομική πολιτική"
- "Ένας κομψά ανυπόφορος τρόπος"
- "Βάλτε το αυτοκίνητό του με ανεπιθύμητη εγκατάλειψη"
- "Ήταν ευγενικός με έναν ανεξέλεγκτο τρόπο"
- συνώνυμο:
- περιστασιακός ,
- ανεξάρτητοσ ,
- αντιπαθητικό