Translation meaning & definition of the word "noisy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αίγλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Noisy
[Θορυβώδησ]/nɔɪzi/
adjective
1. Full of or characterized by loud and nonmusical sounds
- "A noisy cafeteria"
- "A small noisy dog"
- synonym:
- noisy
1. Γεμάτο ή χαρακτηρίζεται από δυνατούς και μη μουσικούς ήχους
- "Μια θορυβώδης καφετέρια"
- "Ένας μικρός θορυβώδης σκύλος"
- συνώνυμο:
- θορυβώδης
2. Attracting attention by showiness or bright colors
- "A noisy sweater"
- synonym:
- noisy
2. Προσελκύοντας την προσοχή από την επίδειξη ή τα φωτεινά χρώματα
- "Ένα θορυβώδες πουλόβερ"
- συνώνυμο:
- θορυβώδης
Examples of using
It's a bit noisy, but otherwise it's a nice apartment.
Είναι λίγο θορυβώδες, αλλά διαφορετικά είναι ένα ωραίο διαμέρισμα.
In the class, it was very noisy.
Στην τάξη, ήταν πολύ θορυβώδες.
I can't hear what you're saying; it's too noisy here.
Δεν μπορώ να ακούσω τι λες, είναι πολύ θορυβώδες εδώ.