Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "noise" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θόρυβος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Noise

[Θόρυβος]
/nɔɪz/

noun

1. Sound of any kind (especially unintelligible or dissonant sound)

  • "He enjoyed the street noises"
  • "They heard indistinct noises of people talking"
  • "During the firework display that ended the gala the noise reached 98 decibels"
    synonym:
  • noise

1. Ήχος οποιουδήποτε είδους (ειδικά ακατάληπτος ή αντιφατικός ήχος

  • "Απόλαυσε τους θορύβους του δρόμου"
  • "Άκουσαν αδιαμφισβήτητους θορύβους ανθρώπων που μιλούσαν"
  • "Κατά τη διάρκεια της επίδειξης πυροτεχνημάτων που τερμάτισε το γκαλά ο θόρυβος έφτασε τα 98 ντεσιμπέλ"
    συνώνυμο:
  • θόρυβος

2. The auditory experience of sound that lacks musical quality

  • Sound that is a disagreeable auditory experience
  • "Modern music is just noise to me"
    synonym:
  • noise
  • ,
  • dissonance
  • ,
  • racket

2. Η ακουστική εμπειρία του ήχου που στερείται μουσικής ποιότητας

  • Ήχος που είναι μια δυσάρεστη ακουστική εμπειρία
  • "Η σύγχρονη μουσική είναι απλά ένας θόρυβος για μένα"
    συνώνυμο:
  • θόρυβος
  • ,
  • ασυμφωνία
  • ,
  • ρακέτα

3. Electrical or acoustic activity that can disturb communication

    synonym:
  • noise
  • ,
  • interference
  • ,
  • disturbance

3. Ηλεκτρική ή ακουστική δραστηριότητα που μπορεί να διαταράξει την επικοινωνία

    συνώνυμο:
  • θόρυβος
  • ,
  • παρέμβαση
  • ,
  • διαταραχή

4. A loud outcry of protest or complaint

  • "The announcement of the election recount caused a lot of noise"
  • "Whatever it was he didn't like it and he was going to let them know by making as loud a noise as he could"
    synonym:
  • noise

4. Μια δυνατή κατακραυγή διαμαρτυρίας ή παραπόνου

  • "Η ανακοίνωση της εκλογικής αναφοράς προκάλεσε πολύ θόρυβο"
  • "Ό, τι κι αν ήταν δεν του άρεσε και θα τους ενημέρωνε κάνοντας όσο πιο δυνατό θόρυβο μπορούσε"
    συνώνυμο:
  • θόρυβος

5. Incomprehensibility resulting from irrelevant information or meaningless facts or remarks

  • "All the noise in his speech concealed the fact that he didn't have anything to say"
    synonym:
  • noise

5. Ακατανόητο που προκύπτει από άσχετες πληροφορίες ή χωρίς νόημα γεγονότα ή παρατηρήσεις

  • "Όλος ο θόρυβος στην ομιλία του έκρυψε το γεγονός ότι δεν είχε τίποτα να πει"
    συνώνυμο:
  • θόρυβος

6. The quality of lacking any predictable order or plan

    synonym:
  • randomness
  • ,
  • haphazardness
  • ,
  • stochasticity
  • ,
  • noise

6. Η ποιότητα της έλλειψης οποιασδήποτε προβλέψιμης τάξης ή σχεδίου

    συνώνυμο:
  • τυχαιότητα
  • ,
  • αναλγησία
  • ,
  • στοχαστικότητα
  • ,
  • θόρυβος

verb

1. Emit a noise

    synonym:
  • make noise
  • ,
  • resound
  • ,
  • noise

1. Εκπέμπω θόρυβο

    συνώνυμο:
  • κάνω θόρυβο
  • ,
  • αντηχώ
  • ,
  • θόρυβος

Examples of using

Tom asked us not to make any noise.
Ο Τομ μας ζήτησε να μην κάνουμε θόρυβο.
What noise might giraffes make?
Τι θόρυβο μπορούν να κάνουν οι καμηλοπαρδάλεις?
What noise do giraffes make?
Τι θόρυβο κάνουν οι καμηλοπαρδάλεις?