Translation meaning & definition of the word "noel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νουέλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Noel
[Νόελ]/noʊɛl/
noun
1. Period extending from dec. 24 to jan. 6
- synonym:
- Christmas ,
- Christmastide ,
- Christmastime ,
- Yule ,
- Yuletide ,
- Noel
1. Περίοδος που εκτείνεται από τις 24 δεκεμβρίου έως τις 6 ιανουαρίου
- συνώνυμο:
- Χριστούγεννα ,
- Χριστιμαστίδα ,
- Γιουλ ,
- Γιουλετίδα ,
- Νόελ