Translation meaning & definition of the word "nodding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καταβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nodding
[Συνδέω]/nɑdɪŋ/
adjective
1. Having branches or flower heads that bend downward
- "Nodding daffodils"
- "The pendulous branches of a weeping willow"
- "Lilacs with drooping panicles of fragrant flowers"
- synonym:
- cernuous ,
- drooping ,
- nodding ,
- pendulous ,
- weeping
1. Έχοντας κλαδιά ή κεφάλια λουλουδιών που κάμπτονται προς τα κάτω
- "Αποφεύγοντας τα νάρκισσους"
- "Τα κρεμαστά κλαδιά μιας ιτιάς που κλαίει"
- "Λιλά με πεσμένα πανωφόρια από αρωματικά λουλούδια"
- συνώνυμο:
- αυστηρόσ ,
- πεταλωτόσ ,
- νεύμα ,
- εκκρεμούσ ,
- κλαίω
Examples of using
You kept nodding off during that lecture, didn't you?
Συνεχίσατε να κουνιέστε κατά τη διάρκεια αυτής της διάλεξης, έτσι δεν είναι?