Translation meaning & definition of the word "nocturnal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νυχτερινό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nocturnal
[Νυχτερινό]/nɑktərnəl/
adjective
1. Belonging to or active during the night
- "Nocturnal animals are active at night"
- "Nocturnal plants have flowers that open at night and close by day"
- synonym:
- nocturnal
1. Ανήκει ή δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια της νύχτας
- "Τα νυχτερινά ζώα είναι ενεργά τη νύχτα"
- "Τα νυχτερινά φυτά έχουν λουλούδια που ανοίγουν τη νύχτα και κλείνουν την ημέρα"
- συνώνυμο:
- νυχτερινό
2. Of or relating to or occurring in the night
- "Nocturnal darkness"
- synonym:
- nocturnal
2. Από ή σχετίζονται ή συμβαίνουν τη νύχτα
- "Νυχτερινό σκοτάδι"
- συνώνυμο:
- νυχτερινό
Examples of using
Aardvarks are nocturnal animals.
Τα αρντβάρκ είναι νυχτερινά ζώα.
Cats are nocturnal animals.
Οι γάτες είναι νυχτερινά ζώα.