Translation meaning & definition of the word "nobility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κινητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nobility
[Ευγένεια]/noʊbɪləti/
noun
1. A privileged class holding hereditary titles
- synonym:
- nobility ,
- aristocracy
1. Μια προνομιακή τάξη που κατέχει κληρονομικούς τίτλους
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- αριστοκρατία
2. The quality of elevation of mind and exaltation of character or ideals or conduct
- synonym:
- nobility ,
- nobleness ,
- magnanimousness ,
- grandeur
2. Η ποιότητα της ανύψωσης του νου και η εξύψωση του χαρακτήρα ή των ιδανικών ή της συμπεριφοράς
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- μεγαλοψυχία ,
- μεγαλείο
3. The state of being of noble birth
- synonym:
- nobility ,
- noblesse
3. Η κατάσταση της ευγενούς γέννησης
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- ευγενήσ