Translation meaning & definition of the word "no" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όχι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
No
[Όχι]/noʊ/
noun
1. A negative
- "His no was loud and clear"
- synonym:
- no
1. Αρνητικός
- "Δεν ήταν δυνατό και καθαρό"
- συνώνυμο:
- όχι
2. A radioactive transuranic element synthesized by bombarding curium with carbon ions
- 7 isotopes are known
- synonym:
- nobelium ,
- No ,
- atomic number 102
2. Ένα ραδιενεργό υπερουρανικό στοιχείο συντίθεται με βομβαρδισμό του κιουρίου με ιόντα άνθρακα
- 7 τα ισότοπα είναι γνωστά
- συνώνυμο:
- νομπέλιο ,
- Όχι ,
- ατομικός αριθμός 102
adjective
1. Quantifier
- Used with either mass nouns or plural count nouns for indicating a complete or almost complete lack or zero quantity of
- "We have no bananas"
- "No eggs left and no money to buy any"
- "Have you no decency?"
- "Did it with no help"
- "I'll get you there in no time"
- synonym:
- no(a)
1. Ποσοτικοποιητήσ
- Χρησιμοποιείται είτε με ουσιαστικά μάζας είτε με πληθυντικά ουσιαστικά για την ένδειξη πλήρους ή σχεδόν πλήρους έλλειψης ή μηδενικής ποσότητας
- "Δεν έχουμε μπανάνες"
- "Δεν έμειναν αυγά ούτε χρήματα για να αγοράσεις"
- "Δεν έχεις αξιοπρέπεια?"
- "Το έκανε χωρίς βοήθεια"
- "Θα σε πάω εκεί σε χρόνο μηδέν"
- συνώνυμο:
- ν(α)
adverb
1. Referring to the degree to which a certain quality is present
- "He was no heavier than a child"
- synonym:
- no ,
- no more
1. Αναφερόμενος στο βαθμό στον οποίο υπάρχει μια συγκεκριμένη ποιότητα
- "Δεν ήταν βαρύτερος από ένα παιδί"
- συνώνυμο:
- όχι ,
- όχι περισσότερο
2. Not in any degree or manner
- Not at all
- "He is no better today"
- synonym:
- no
2. Όχι με οποιονδήποτε τρόπο ή βαθμό
- Όχι καθόλου
- "Δεν είναι καλύτερος σήμερα"
- συνώνυμο:
- όχι
3. Used to express refusal or denial or disagreement etc or especially to emphasize a negative statement
- "No, you are wrong"
- synonym:
- no
3. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει άρνηση ή άρνηση ή διαφωνία κλπ ή ειδικά για να τονίσει μια αρνητική δήλωση
- "Όχι, κάνεις λάθος"
- συνώνυμο:
- όχι
Examples of using
I have no leisure for reading.
Δεν έχω ελεύθερο χρόνο για διάβασμα.
I have no leisure for reading.
Δεν έχω ελεύθερο χρόνο για διάβασμα.
Ask only "yes" or "no" questions.
Ρωτήστε μόνο "ναι" ή "όχι" ερωτήσεις.