Translation meaning & definition of the word "nirvana" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νιρβάνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nirvana
[Νιρβάνα]/nɪrvɑnə/
noun
1. (hinduism and buddhism) the beatitude that transcends the cycle of reincarnation
- Characterized by the extinction of desire and suffering and individual consciousness
- synonym:
- nirvana ,
- enlightenment
1. (ινδουισμός και βουδισμός) η ανικανότητα που ξεπερνά τον κύκλο της μετενσάρκωσης
- Χαρακτηρίζεται από την εξαφάνιση της επιθυμίας και του πόνου και της ατομικής συνείδησης
- συνώνυμο:
- νιρβάνα ,
- φώτιση
2. Any place of complete bliss and delight and peace
- synonym:
- Eden ,
- paradise ,
- nirvana ,
- heaven ,
- promised land ,
- Shangri-la
2. Κάθε τόπος απόλυτης ευδαιμονίας και απόλαυσης και ειρήνης
- συνώνυμο:
- Έντεν ,
- παράδεισος ,
- νιρβάνα ,
- ουρανός ,
- υποσχεμένη γη ,
- Σαγκρί-λα