Translation meaning & definition of the word "nimbly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευκίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nimbly
[Ευκίνητα]/nɪmbli/
adverb
1. In a nimble or agile manner
- With quickness and lightness and ease
- "Nimbly scaling an iron gate"- charles dickens
- "Leaped agilely from roof to roof"
- synonym:
- agilely ,
- nimbly
1. Με ευκίνητο ή ευκίνητο τρόπο
- Με ταχύτητα και ελαφρότητα και ευκολία
- "Κλιμάκωση μιας σιδερένιας πύλης" - τσαρλς ντίκενς
- "Παλαίωσε ευέλικτα από στέγη σε στέγη"
- συνώνυμο:
- ευέλικτα ,
- ευκίνητα